Κρίσεις Πανικού

Έπαθα κρίση πανικού…Μια φράση που στις μέρες μας ακούμε ολοένα και συχνότερα. Σε μια εποχή, όπου το άγχος συντροφεύει την καθημερινότητά μας, η φράση αυτή μοιάζει ολοένα και πιο γνώριμη. Απασχολεί το 5-6% του πληθυσμού, κυρίως γυναικείου φύλου και εκδηλώνεται από την εφηβεία μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Μια τέτοια κρίση διαρκεί περίπου δέκα λεπτά και συνοδεύεται από πληθώρα συμπτωμάτων που θέτουν όλο τον οργανισμό σε εγρήγορση. Αυτά μπορεί να είναι ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρέμουλο, αίσθημα αστάθειας, ζαλάδας, πόνος στο στήθος, αίσθηση ότι προσωρινά χάνεσαι από την πραγματικότητα, αποπροσωποποίηση κτλ. Μπορεί να συμβεί σε διάφορες καταστάσεις όπως η είσοδος σε μέρη που έχει πολύ κοσμό, σε κλειστούς χώρους, στο αυτοκίνητο την ώρα που οδηγείς, ακόμα και στο σπίτι. Συνήθως συνδέεται με κάποιο ερέθισμα που τη βοηθάει να εκδηλωθεί.   

Αίτια
Τα αίτια για την πρώτη εκδήλωση μιας κρίσης πανικού μπορεί να αφορούν κληρονομικότητα (οικογενειακό ιστορικό με κρίσεις πανικού ή κατάθλιψη), ιατρικές παθήσεις (πχ: υπερθυρεοειδισμός), λήψη ουσιών (πχ: φάρμακα, καφεϊνη) αλλά και ψυχολογικές αιτίες. Όσον αφορά το ψυχολογικό κομμάτι αυτό που παρατηρείται συχνά είναι μια αυτοεικόνα που μπορεί να χαρακτηριστεί από έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό και στις δυνατότητες του ατόμου, αίσθημα αδυναμίας, έλλειψη δεξιοτήτων διεκδικητικότητας (ικανότητα εκφράσης προσωπικών αναγκών με παράλληλο σεβασμό των αναγκών του άλλου) αλλά και σημαντικά γεγονότα της ζωής ειδικά αυτά που σχετίζονται με διαχείριση απώλειας ή χωρισμού.

Ο φόβος του φόβου
Αυτό που πυροδοτεί αλλά και ταυτόχρονα συντηρεί μια κρίση πανικού είναι ο «φόβος του φόβου». Όταν για παράδειγμα ένα άτομο παθαίνει κρίση όταν βρίσκεται σε χώρο με πολύ κόσμο σκέφτεται ότι η καλύτερη λύση για να σταματήσει να το νιώθει είναι να μην ξαναπάει σε ένα τέτοιο μέρος. Σταδιακά μαθαίνει να αποφεύγει τα μέρη με πολύ κόσμο και σιγά σιγά αυτό εδραιώνεται και μπορεί να εξελιχθεί και να γενικευτεί. Τη στιγμή της αποφυγής το άτομο αισθάνεται ανακούφιση γιατί τον εγκαταλείπουν τα συμπτώματα του πανικού (τα οποία είναι δυσάρεστα), αλλά μακροπρόθεσμα αυτό οδηγεί σε περιορισμό των δραστηριοτήτων και της λειτουργικότητας. Οπότε αυτό που τελικά φοβάται δεν είναι η ίδια η κατάσταση (πχ:μέρος με πολύ κόσμο), αλλά τα συμπτώματα που μπορεί να του προκαλέσει. Μάλιστα, μπορεί ένα άτομο που αρχικά αποφεύγει τους κλειστούς χωρους να γενικεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε από ένα σημείο και μετά να αποφεύγει γενικά τις εξόδους από το σπίτι και να προτιμά να μένει σε αυτό επειδή μονάχα εκεί αισθάνεται ασφάλεια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο φόβος δεν έιναι μονοδιάστατος, αλλά έχει τρεις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά την απώλεια της σωματικής υγείας, καθώς η κρίση πανικού συνοδεύεται από μια ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων. Αυτό γεννά ανησυχίες για τη γενικότερη εικόνα της υγείας. Μάλιστα, είναι πλέον κοινός τόπος να απευθύνεται κενείς σε μια σειρά γιατρών (πχ: παθολόγοι, ενδοκρινολόγοι, καρδιολόγοι κτλ.), πρώτου χτυπήσει την πόρτα του ψυχολόγου. Η δεύτερη αφορά το αίσθημα απώλειας ελέγχου του μυαλού, καθώς σκέψεις όπως «θα τρελαθώ», γίνονται τη στιγμή εκείνη και μάλιστα δείχνουν τη σύγχυση που αισθάνεται το άτομο. Σε αυτό το αίσθημα συμβάλλουν και η αποπροσωποποίηση και αποπραγματοποίηση που βιώνει εκείνη τη στιγμή. Η τρίτη αφορά το κοινωνικό κομμάτι και μάλιστα τις αντιδράσεις των άλλων, είτε αυτό αφορά τις σκέψεις τους, είτε την εξωτερική τους συμπεριφορά. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο φόβος ότι θα τραβήξει τα βλέματα πάνω του και θα γίνει ρεζίλι, ότι οι άλλοι θα σκεφτούν αρνητικά γι αυτόν, αλλά παρόλα αυτά δε θα τον βοηθήσει κανείς ακόμα κι αν λιποθυμήσει μπροστά τους.

Ο ρόλος των σκέψεων
Φαίνεται, λοιπόν, ότι μια κρίση πανικού είναι μια δυσάρεστη εμπειρία και αυτό δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό και την προσπάθεια του ατόμου να μην την ξαναπάθει. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, σημαντικό ρόλο παίζουν οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις του, που είναι σε αρκετό βαθμό δυσλειτουργικές. Αυτές οι σκέψεις συνήθως είναι μη ρεαλιστικές και αφορούν άκρα (πχ: τέλειος – άχρηστος). Συνήθως δεν αφήνουν περιθώρια για μια περισσότερο αντικειμενική θεώρηση. Παράλληλα, μπορεί να εκφράζουν επιθυμίες που είναι ανέφικτες και το άτομο να πιέζεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς προσπαθεί να ικανοποιήσει κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί (πχ: θέλω να με συμπαθούν όλοι). Άλλες φορές είναι τελειοθηρικές και δεν αφήνουν περιθώρια ικανοποίησης από επιτεύγματα, καθώς ότι και να κάνει το άτομο του φαίνεται λίγο μπροστά στο «τέλειο». Αυτές οι σκέψεις δεν αποτελούν αφορμή για την εκδήλωση πανικού, αλλά δημιουργούν δυσάρεστα συναισθήματα άγχους και ανικανοποίητου, τα οποία με τη βοήθεια των κατάλληλων ερεθισμάτων μπορούν να εξελιχθούν σε κρίσεις πανικού.

Θεραπευτική προσέγγιση 
Η θεραπεία των κρίσεων πανικού περιλαμβάνει στάδια και χρειάζεται τουλάχιστον 20-25 συνεδρίες (όταν δεν υπάρχει συνοσηρότητα με άλλες διαταραχές). Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως υπάρχει συνοσηρότητα, ειδικά με αγοραφοβία και κατάθλιψη. Αρχικά ο θεραπευόμενος εξοικειώνεται με το ρόλο του ψυχολόγου, τη διαδικασία, αλλά και τη φύση της διαταραχής για να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει. Πολλές φορές μάλιστα ενθαρρύνεται και να διαβάσει βιβλία σχετικά με αυτήν για καλύτερη ενημέρωση. Έπειτα ο θεραπευτής προσπαθεί να κατανοήσει πως βιώνει ο θεραπευόμενος το «πρόβλημα» του, πόσο τον επηρεάζει στην καθημερινότητα, πόσο λειτουργικός είναι κτλ. Παράλληλα, εντοπίζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, έτσι ώστε να δει τι μπορεί να τροποποιηθεί και με ποια σειρά. Έπειτα ο θεραπευόμενος αρχίζει να εκτίθεται σε αυτά που τον φοβίζουν, σταδιακά και με καθοδήγηση. Σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια έχει συνεχή ενίσχυση και υποστήριξη από το θεραπευτή του για τη συνέχιση της αλλά και για την αντιμετώπιση πιθανών εμποδίων που θα παρουσιαστούν. Τέλος, γίνεται γνωσιακή αναδόμηση, όπου προσπαθούν να αμφισβητηθούν και να τροποποιηθούν οι δυσλειτουργικές του πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό. Όταν ολοκληρωθεί και αυτό το στάδιο ο θεραπευόμενος προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση μελλοντικών προβλημάτων και αποφασίζεται από κοινού η αραίωση των συναντήσεων.

Η θεραπευτική σχέση 
Αξίζει να σημειωθεί ότι καμία θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική αν δε δημιουργηθεί μια ζεστή θεραπευτική σχέση, η οποία θα κάνει το θεραπευόμενο να αισθανθεί άνετα και να εκφραστεί ελέυθερα. Η άνευ όρων αποδοχή του από το θεραπευτή είναι επίσης αναγκαία, καθώς και η απουσία κριτικής διάθεσης. Τέλος, ο θεραπευόμενος πρέπει να αισθανθεί ότι ο θεραπευτής προσπαθεί να έρθει στη θέση του και ότι συνεργάζονται για να πετύχουν έναν κοινό στόχο.

Τέλος, όσο πιο συντόμα απευθυνθεί κανείς σε κάποιον ειδικό, τόσο πιο καλή είναι και η πρόγνωση της θεραπείας. Ευτυχώς στην εποχή μας τα «ταμπού» σχετικά με το ρόλο του ψυχολόγου έχουν καταργηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και οι άνθρωποι πλέον έχουμε αντιληφθεί τη σημαντικότητα της διατήρησης της ψυχικής μας υγείας.