Γονέας, παιδί ή ενήλικος: Οι τρεις πιθανοί ρόλοι στη σχέση του ζευγαριού
Κάθε οικογένεια έχει τον δικό της τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας. Εκείνη ορίζει
το ρόλο που θα διαδραματίζουν τα μέλη της. Αυτό αποτελεί μια προσωπική
κληρονομιά που ακολουθεί κάθε μεμονωμένο άτομο στη δημιουργία των μετέτπειτα
συντροφικών σχέσεών του. Ο Ερικ Μπερν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους ρόλους που
υιοθετεί κάθε άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τους άλλους και η θεωρία του
έμεινε γνωστή ως «συνδιαλλακτική ανάλυση». Ως συναλλαγή ο Μπερν ορίζει τη
μονάδα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Υπάρχει το ερέθισμα που προκαλείται από
το ένα άτομο και η αντίδραση που ακολουθεί από το άλλο. Τρεις πιθανοί ρόλοι
(καταστάσεις του εγώ) μπορεί να υιοθετηθούν στη διαδικασία αυτής της συναλλαγής.
Αυτοί είναι ο γονέας, το παιδί και ο ενήλικας.
Ο γονέας σχετίζεται με αναμνήσεις των πρώτων πέντε ετών ζωής που αφορούν
εξωτερικά γεγονότα, έτσι όπως αυτά έγιναν αντιληπτά. Αυτές οι αναμνήσεις στην
πλειοψηφία τους αφορούν πράξεις των γονέων. Ο γονέας, λοιπόν, είναι μια
κυριαρχική φιγούρα που θέλει να παίρνει αποφάσεις για τους άλλους. Επιθυμεί να
ελέγχει τον σύντροφο του και να του δίνει οδηγίες για το πώς να δράσει. Παράλληλα,
ασκεί κριτική στις πράξεις που δε συμφωνούν με τις δικές του αντιλήψεις,
εμποδίζοντας το σύντροφο να αυτονομηθεί. Νιώθει ότι τον έχει υπό την προστασία
του.
Το παιδί αφορά τις αναμνήσεις των πέντε πρώτων ετών της ζωής, αλλά όχι για τα ίδια
τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά για τα συναισθήματα που προκάλεσαν στο παιδί εκείνη
την περίοδο. Το παιδί έχει την τάση να εξαρτάται από τους άλλους και χρειάζεται την
καθοδήγησή τους. Μπορεί να έιναι υπάκουο και να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις
των άλλων ή επαναστατημένο και να αντιδρά σε αυτές.
Από την άλλη πλευρά ο ενήλικος αποτελεί την τελευταία κατάσταση του εγώ. Όταν
το παιδί είναι ενός έτους αρχίζει να εκδηλώνει κινητική ικανότητα και καταλαβαίνει
ότι μπορεί να ασκεί έλεγχο στα αντικείμενα γύρω του. Ο ενήλικος μπορεί να
εκτίμησει διαφορετικά, πέρα από αυτά που έχει παρατηρήσει (γονέας) ή αισθανθεί
(παιδί). Αυτός έχει την ικανότητα να αντλεί δεδομένα από την κατάσταση του γονέα,
του παιδιού και τα εξωτερικά ερεθίσματα και μετά να παίρνει αποφάσεις. ΄Ετσι είναι
ελεύθερος και ικανός να σχηματίζει τη δική του γνώμη, έχοντας φιλτράρει τα
δεδομένα.
Ο ιδανικός ρόλος για το ίδιο το άτομο ως οντότητα, αλλά και ως μέλος της σχέσης
είναι αυτός του ενήλικου. Πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής μας υιοθετεί κανείς
ακατάλληλους ρόλους, προσωρινά και όταν δεν προσβάλλει τον άλλο. Για
παράδειγμα, όταν μια γυναίκα υιοθετεί το ρόλο της μητέρας, επειδή ο σύντροφος της
βρίσκεται σε στιγμή πόνου ή θλίψης. Όταν, όμως μπαίνουμε στο ρόλο συνεχώς
προκαλούμε σύγχυση στη σχέση και μπορεί να αναγκάσουμε το σύντροφο μας να
αφήσει κι αυτός το ρόλο του ενήλικου.
Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της θεωρίας του Μπερν είναι το πώς ο ρόλος που
υιοθετεί ο κάθε σύντροφος επηρεάζει τον άλλο. Η πιο απλή συναλλαγή είναι μεταξύ
δυο ενηλίκων, οπού υπάρχει αρμονία και συνεργασία. Άλλη μια απλή συναλλαγή
είναι αυτή γονέα-παιδιού. Ο γονέας είναι κυριαρχικός και το παιδί υιοθετεί τη στάση
του θύματος που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του γονέα, κυρίως λόγω της εξάρτησης
που νιώθει από αυτόν. Ακόμα και αυτή η συναλλαγή είναι συμπληρωματική και
μπορεί να χαρακτηριστεί λειτουργική αν ο κάθε συντροφός μπαίνει στους ρόλους
γονέα-παιδιού με δική του βούληση και όχι αναγκαστικά.
Οι υπόλοιποι συνδυασμοί μεταξύ των καταστάσεων του εγώ οδηγούν σε σύγκρουση
καθώς δεν είναι συμπληρωματικοί. Για παράδειγμα, όταν ο ένας σύ ντροφος είναι
ενήλικας και εκφράζει ξεκάθαρα μια ανάγκη του, αν έχει απέναντί του ένα παιδί
εκείνο όχι απλά δεν θα την καταλάβει, αλλά θα εκφράσει και ένα (συνήθως αρνητικό)
συναίσθημα γύρω από αυτήν. Επίσης, ο γονέας δεν μπορεί να συμβιώσει αρμονικά με
έναν ενήλικο, καθώς ο δεύτερος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του
πρώτου και να του δώσει τον κυρίαρχο ρόλο στη σχέση. Έτσι, ο ένας σύντροφος
αποφεύγει τον άλλο και δημιουργούνται προβλήματα στη σχέση.
Για το ρόλο που θα επιλέξει κάθε άτομο παίζουν σημαντικό ρόλο οι εμπειρίες των
πρώτων χρόνων της ζωής αλλά και τα βιώματά του μέσα στην οικογένεια και το
εξωτερικό περιβάλλον. Ο ρόλος που τελικά υιοθετείται δε φαίνεται μόνο από τα
λεκτικά μηνύματα, αλλά και από τα μη λεκτικά, όπως ο τόνος της φωνής, η ένταση,
οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος.
Το να γνωρίζει κανείς το ρόλο που υιοθετεί σε μια σχέση είναι πολύ σημαντικό και
στη θεραπεία ζεύγους, όπου υπάρχει αλληλεπίδραση αλλά και στην ατομική θεραεπία
και αυτογνωσία του ατόμου. Μας ενδιαφέρει όσον αφορά την επιλογή του
συντρόφου, τις πιθανές αιτίες διατήρηση μιας δυσλειτουργικής σχέσης, τις εμπειρίες
ζωής που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του ρόλου, αλλά και τη δυνατότητα
υιοθέτησης του ρόλου του ενήλικου, που θεωρείται η ιδανική κατάσταση.
το ρόλο που θα διαδραματίζουν τα μέλη της. Αυτό αποτελεί μια προσωπική
κληρονομιά που ακολουθεί κάθε μεμονωμένο άτομο στη δημιουργία των μετέτπειτα
συντροφικών σχέσεών του. Ο Ερικ Μπερν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους ρόλους που
υιοθετεί κάθε άνθρωπος στην αλληλεπίδραση του με τους άλλους και η θεωρία του
έμεινε γνωστή ως «συνδιαλλακτική ανάλυση». Ως συναλλαγή ο Μπερν ορίζει τη
μονάδα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Υπάρχει το ερέθισμα που προκαλείται από
το ένα άτομο και η αντίδραση που ακολουθεί από το άλλο. Τρεις πιθανοί ρόλοι
(καταστάσεις του εγώ) μπορεί να υιοθετηθούν στη διαδικασία αυτής της συναλλαγής.
Αυτοί είναι ο γονέας, το παιδί και ο ενήλικας.
Ο γονέας σχετίζεται με αναμνήσεις των πρώτων πέντε ετών ζωής που αφορούν
εξωτερικά γεγονότα, έτσι όπως αυτά έγιναν αντιληπτά. Αυτές οι αναμνήσεις στην
πλειοψηφία τους αφορούν πράξεις των γονέων. Ο γονέας, λοιπόν, είναι μια
κυριαρχική φιγούρα που θέλει να παίρνει αποφάσεις για τους άλλους. Επιθυμεί να
ελέγχει τον σύντροφο του και να του δίνει οδηγίες για το πώς να δράσει. Παράλληλα,
ασκεί κριτική στις πράξεις που δε συμφωνούν με τις δικές του αντιλήψεις,
εμποδίζοντας το σύντροφο να αυτονομηθεί. Νιώθει ότι τον έχει υπό την προστασία
του.
Το παιδί αφορά τις αναμνήσεις των πέντε πρώτων ετών της ζωής, αλλά όχι για τα ίδια
τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά για τα συναισθήματα που προκάλεσαν στο παιδί εκείνη
την περίοδο. Το παιδί έχει την τάση να εξαρτάται από τους άλλους και χρειάζεται την
καθοδήγησή τους. Μπορεί να έιναι υπάκουο και να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις
των άλλων ή επαναστατημένο και να αντιδρά σε αυτές.
Από την άλλη πλευρά ο ενήλικος αποτελεί την τελευταία κατάσταση του εγώ. Όταν
το παιδί είναι ενός έτους αρχίζει να εκδηλώνει κινητική ικανότητα και καταλαβαίνει
ότι μπορεί να ασκεί έλεγχο στα αντικείμενα γύρω του. Ο ενήλικος μπορεί να
εκτίμησει διαφορετικά, πέρα από αυτά που έχει παρατηρήσει (γονέας) ή αισθανθεί
(παιδί). Αυτός έχει την ικανότητα να αντλεί δεδομένα από την κατάσταση του γονέα,
του παιδιού και τα εξωτερικά ερεθίσματα και μετά να παίρνει αποφάσεις. ΄Ετσι είναι
ελεύθερος και ικανός να σχηματίζει τη δική του γνώμη, έχοντας φιλτράρει τα
δεδομένα.
Ο ιδανικός ρόλος για το ίδιο το άτομο ως οντότητα, αλλά και ως μέλος της σχέσης
είναι αυτός του ενήλικου. Πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής μας υιοθετεί κανείς
ακατάλληλους ρόλους, προσωρινά και όταν δεν προσβάλλει τον άλλο. Για
παράδειγμα, όταν μια γυναίκα υιοθετεί το ρόλο της μητέρας, επειδή ο σύντροφος της
βρίσκεται σε στιγμή πόνου ή θλίψης. Όταν, όμως μπαίνουμε στο ρόλο συνεχώς
προκαλούμε σύγχυση στη σχέση και μπορεί να αναγκάσουμε το σύντροφο μας να
αφήσει κι αυτός το ρόλο του ενήλικου.
Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της θεωρίας του Μπερν είναι το πώς ο ρόλος που
υιοθετεί ο κάθε σύντροφος επηρεάζει τον άλλο. Η πιο απλή συναλλαγή είναι μεταξύ
δυο ενηλίκων, οπού υπάρχει αρμονία και συνεργασία. Άλλη μια απλή συναλλαγή
είναι αυτή γονέα-παιδιού. Ο γονέας είναι κυριαρχικός και το παιδί υιοθετεί τη στάση
του θύματος που ικανοποιεί τις απαιτήσεις του γονέα, κυρίως λόγω της εξάρτησης
που νιώθει από αυτόν. Ακόμα και αυτή η συναλλαγή είναι συμπληρωματική και
μπορεί να χαρακτηριστεί λειτουργική αν ο κάθε συντροφός μπαίνει στους ρόλους
γονέα-παιδιού με δική του βούληση και όχι αναγκαστικά.
Οι υπόλοιποι συνδυασμοί μεταξύ των καταστάσεων του εγώ οδηγούν σε σύγκρουση
καθώς δεν είναι συμπληρωματικοί. Για παράδειγμα, όταν ο ένας σύ ντροφος είναι
ενήλικας και εκφράζει ξεκάθαρα μια ανάγκη του, αν έχει απέναντί του ένα παιδί
εκείνο όχι απλά δεν θα την καταλάβει, αλλά θα εκφράσει και ένα (συνήθως αρνητικό)
συναίσθημα γύρω από αυτήν. Επίσης, ο γονέας δεν μπορεί να συμβιώσει αρμονικά με
έναν ενήλικο, καθώς ο δεύτερος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του
πρώτου και να του δώσει τον κυρίαρχο ρόλο στη σχέση. Έτσι, ο ένας σύντροφος
αποφεύγει τον άλλο και δημιουργούνται προβλήματα στη σχέση.
Για το ρόλο που θα επιλέξει κάθε άτομο παίζουν σημαντικό ρόλο οι εμπειρίες των
πρώτων χρόνων της ζωής αλλά και τα βιώματά του μέσα στην οικογένεια και το
εξωτερικό περιβάλλον. Ο ρόλος που τελικά υιοθετείται δε φαίνεται μόνο από τα
λεκτικά μηνύματα, αλλά και από τα μη λεκτικά, όπως ο τόνος της φωνής, η ένταση,
οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος.
Το να γνωρίζει κανείς το ρόλο που υιοθετεί σε μια σχέση είναι πολύ σημαντικό και
στη θεραπεία ζεύγους, όπου υπάρχει αλληλεπίδραση αλλά και στην ατομική θεραεπία
και αυτογνωσία του ατόμου. Μας ενδιαφέρει όσον αφορά την επιλογή του
συντρόφου, τις πιθανές αιτίες διατήρηση μιας δυσλειτουργικής σχέσης, τις εμπειρίες
ζωής που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του ρόλου, αλλά και τη δυνατότητα
υιοθέτησης του ρόλου του ενήλικου, που θεωρείται η ιδανική κατάσταση.